- βλακός
- βλάξstolidfem gen sgβλᾱκός , βλάξstolidmasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποβλακώνω — 1. κάνω κάποιον βλάκα 2. (μέσ., ομαι) καταντώ βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + βλαξ, βλακός. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Δ. Λέριο] … Dictionary of Greek
βλάκας — ο, η (AM βλάξ, βλακός, ο, η) μωρός, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βλάξ φέρει επίθημα ᾱκ , που χρησιμοποιείται στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων της αττικής κυρίως κωμωδίας (πρβλ. γαύρᾱξ, πλούτᾱξ, στόμφᾱξ κ.ά). Πρόκειται μάλλον για πρωταρχικό… … Dictionary of Greek
ԽԵՆԷՇ — (ի, աց կամ ից.) NBH 1 0940 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. ԽԵՆԷՇ կամ ԽԵՆԵՇ. βλάκος, βλακικός, μαλακός mollis, emolitus, effeminatus. որ եւ վր. խէնէ՛շի. Մեղկ. թոյլ. թուլամորթ. անարի. կնատ. իգացեալ. թուլ. շըլըխտի. անճրկած. ... *Անաբեացն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)